αποσκιρτώ

αποσκιρτώ
(ΑΜ ἀποσκιρτῶ, -άω)
νεοελλ.
μτφ. εγκαταλείπω την παράταξη στην οποία ανήκω και προσχωρώ σε άλλη
μσν.
απομακρύνομαι εγκαταλείποντας κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. (για ζώα) απομακρύνομαι πηδώντας
2. μτφ. είμαι άτακτος, δύστροπος, απειθής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποσκιρτώ — αποσκιρτώ, αποσκίρτησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: αποσκιρτώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται στον ενεστ. και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποσκιρτώ — ησα, απομακρύνομαι από κάπου μ ένα πήδημα, προσχωρώ αιφνιδιαστικά σ άλλη κομματική παράταξη: Ένας κυβερνητικός βουλευτής αποσκίρτησε στην αντιπολίτευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απιστώ — (AM ἀπιστῶ, έω) 1. δεν πιστεύω στον θεό 2. δείχνομαι άπιστος, απειθώ σε κάποιον, παρακούω 3. προδίδω νεοελλ. αποσκιρτώ, αυτομολώ μσν. νεοελλ. 1. προδίδω τη συζυγική ή ερωτική πίστη 2. προδίδω τη θρησκευτική μου πίστη, αλλαξοπιστώ μσν. επαναστατώ… …   Dictionary of Greek

  • αποπηδώ — ἀποπηδῶ (άω) (AM) 1. πηδώ 2. αναπηδώ μσν. απομακρύνομαι αρχ. 1. (για ιππείς) κατεβαίνω από το άλογο, ξεκαβαλικεύω 2. εγκαταλείπω κάποιον, αποσκιρτώ από αυτόν 3. πηδώ από κάπου, τινάζομαι προς τα πάνω ή πίσω …   Dictionary of Greek

  • αποσκίρτηση — η (Μ ἀποσκίρτησις) απομάκρυνση, εγκατάλειψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποσκιρτώ. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • αποστατώ — (ΑΜ ἀποστατώ, έω) νεοελλ. 1. στασιάζω, επαναστατώ 2. αποσκιρτώ, αποσχίζομαι αρχ. 1. στέκομαι μακριά από κάποιον 2. αποχωρίζομαι, απαρνούμαι 3. λείπω, απουσιάζω 4. ξεμακραίνω, στέκομαι μακριά …   Dictionary of Greek

  • αποσχίζω — κ. σκίζω (AM ἀποσχίζω) 1. σχίζω, αποσπώ βίαια, αποχωρίζω 2. ( ομαι) αποχωρίζομαι, αποσπώμαι (κυρίως από την Εκκλησία), γίνομαι σχισματικός νεοελλ. 1. σκίζω εντελώς, ολοκληρώνω το σκίσιμο 2. ( ομαι) μεταβαίνω από μια πολιτική παράταξη σε άλλη,… …   Dictionary of Greek

  • μεθίστημι — (Α μεθίστημι και μεθιστάνω και μεθιστῶ) (το μέσ.) μεθίσταμαι 1. μετακινούμαι σε άλλο σημείο, μεταφέρομαι 2. μεταβαίνω σε άλλη παράταξη, αποστατώ, αποσκιρτώ, αυτομολώ, μεταπηδώ («τελικά μετέστη στο αντίπαλο κόμμα») νεοελλ. φρ. «μετέστη εις τας… …   Dictionary of Greek

  • μεταπηδώ — (ΑΜ μεταπηδῶ, άω) 1. αλλάζω θέση με άλμα, πηδώ από το ένα μέρος σε άλλο 2. μτφ. αλλάζω κατάσταση σαν να κάνω άλμα, μεταβάλλω απότομα τη γνώμη μου, απαρνούμαι τις μέχρι τώρα αρχές και πεποιθήσεις μου και ασπάζομαι νέες νεοελλ. μτφ. αποσκιρτώ,… …   Dictionary of Greek

  • ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”